|
дрожащий; μέ ~η φωνή — дрожащим голосом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрожащий? — τρεμάμενος как с (ново)греческого переводится слово τρεμάμενος? — дрожащий — φλόγινος — μετόχι — αστρονομικώς — συνωμοσία — λαφυραγωγώ — νερολεκές — επενδυτικός — φυτώριο — γοργοπορω — ρευστότητα — απόζερβος — σπορείον — μενεξελύς — ποικιλόθερμος — θίγω — τετράδα — χριστιανομάχος — καματερεύω — μπέκρος — αποχωρισμός — ξενομερίτης |
|||