|
(αόρ. παρενέπεσα) вклиниваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — παρεμπίπτω как с (ново)греческого переводится слово παρεμπίπτω? — вклиниваться — διεγερτικός — ιδιόρρυθμος — χάιδι — ισοσκέλιση — βοστρυχώδης — στιλέττο — ρωγοβύζι — σχολιό — επέκεινα — πιδεξιότητα — άτρακτος — συνέλιξη — ερεβίνθινος — παιδοτρίβης — οσφρητικός — πιλάλημα — οπισθοδρόμηση — αγιογδύτισσα — μικροσφυγμία — φερμάρω — συγκαταβατικά |
|||