|
ο деревенщина, невежда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенщина? — μπαστουνόβλαχος как на (ново)греческом будет слово невежда? — μπαστουνόβλαχος как с (ново)греческого переводится слово μπαστουνόβλαχος? — деревенщина, невежда — διδασκαλιστής — θημωνιάζω — μεταμεσημβρινός — λαογραφία — συμβάλλω — σπονδείος — χρυσικός — ίδρωση — αναρρηγνύω — επασχολούμαι — ποστάρω — θερμοφόρος — εβραίικος — κοφτός — γυναικοσύνη — ακροπρεπίδιον — παμπάλαιος — αναπόδιση — παλινόρθωση — παϊδάκι — λαρυγγολόγος |
|||