|
ощетиниться (перен.); ~ από τό κακό μου — прийти в ярость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ощетиниться? — γατιάζω как с (ново)греческого переводится слово γατιάζω? — ощетиниться — εγχυματικός — αναρριχώμαι — ατηγάνητος — ισοφαρίζομαι — ανταγαπώ — φαράκλα — περισυλλογή — τράγος — επισπεύδομαι — ριζοφυία — σουγιάς — πρέσσα — ανανήφω — περίαπτον — ζωοτεχνία — χειμάδιον — απόνοχτος — φυσούνα — υπερφίαλα — μπαλαμουτιάζω — πιστοποιητικό |
|||