Новогреческий словарь
γατιάζω
γατιάζω
ощетиниться
(перен.);
~ από τό κακό μου — прийти в ярость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ощетиниться
? —
γατιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
γατιάζω
? — ощетиниться
#
(ново)греческий словарь
—
νομάτισμα
—
κριθαρήσιος
—
γκαλιουρίζω
—
μεμψίμοιρος
—
παραθερίζω
—
ξεγδύνω
—
συμπαρατάσσω
—
αθρήνητος
—
αιτιώδης
—
αμυγδάλωμο
—
βρόγχίον
—
διασυμμαχικός
—
ανέροχα
—
ανατομικώς
—
ανταγωγή
—
διαφοροποιούμαι
—
Κοράνι
—
μακροσκελής
—
χοντρούλικος
—
λωποδυτάκος
—
λιμάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω