|
το 1) дрезина; 2) колёсный пароход #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрезина? — τροχήλατο как на (ново)греческом будет слово колёсный пароход? — τροχήλατο как с (ново)греческого переводится слово τροχήλατο? — дрезина, колёсный пароход — παραλλάσσω — άξεστος — οστέϊνος — ανακαθαρίζω — πλανητοειδής — αλφονσισμός — ηλιόφιλος — απλώς — κουφιοκεφαλάκισσα — αναθύμηση — γεννοβολιέμαι — αναδεχτός — απροίκιστη — ονειροπόληση — δυστυχώς — χρυσάετος — λευκοφόρα — αποκτείνω — προτεσταντικός — ενδέτης — απριόρι |
|||