Новогреческий словарь
αρμεξιά
αρμεξιά
η 1)
доение
;
2)
надой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доение
? —
αρμεξιά
как на
(ново)греческом
будет слово
надой
? —
αρμεξιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρμεξιά
? — доение, надой
#
(ново)греческий словарь
—
πτερύγιο
—
αλεσφερίσι
—
πλύσιμο
—
γραμματοσήμανση
—
απόσπασμα
—
σποριάζω
—
καταγραφέας
—
παλαιοκλιματολογία
—
μορφολογικός
—
συνασπιστικός
—
βοδινός
—
αγλάισμα
—
συναθλητής
—
πρόδειπνο
—
πλούτος
—
γλυκοκοίμισμα
—
βουτσινά
—
ταβανόσκουπα
—
ακινδύνως
—
μαυρόγη
—
τηλεφώνημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве