|
παθ. αόρ. от μιμνήσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμνήσθην? — — απογαλάκτισμα — αναχρονιστικός — εσκεμμένως — ποικιλόχρωμος — εξερευνητής — ποδίζω — αββαείον — εμπίεζω — αδηλητηρίαστος — διπλοψηφία — μπουκέττο — είρπον — μητριά — ζούφιος — δενδρόκαρπος — δέχομαι — νομοτελειακός — μηλομαρμελάδα — σακάκι — ξεχείλισμα — πλαγκτόν |
|||