|
неполновластный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неполновластный? — ημικυρίαρχος как с (ново)греческого переводится слово ημικυρίαρχος? — неполновластный — σμιγός — λεβάρισμα — μαυρομάτικα — ανατριχιάζω — αρσενικοθήλυκος — ανετυμολόγητος — στενόστομος — αυτοπροαίρετα — ανάμελκτος — κανονάρχος — λέξη — εξαθλιώνω — ιππαστί — διαμαστίγωση — διόφθαλμος — μουνάκι — σκουρόχρωμα — ατάρακτος — ανάβολος — μεστός — αρμάζω |
|||