Новогреческий словарь
αναπάπουλος
αναπάπουλ|ος
===
~ο καράβι σέ καλό λιμιώνα πάει — посл. [phrase]корабль, побывавший в буре, ищет (тихой) гавани[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
===
? —
αναπάπουλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναπάπουλος
? — ===
#
(ново)греческий словарь
—
σεμνύνομαι
—
τοπογραφικός
—
δραχμοποίηση
—
ρουθούνισμα
—
γκρεμοτοπιά
—
υπερβορειοδυτικός
—
αναρχοσοσιαλιστής
—
κουρούπης
—
πολύκλαυτος
—
τροχείον
—
γυναικολατρεία
—
παγκάρπιο
—
Βερολινέζος
—
μάγγανα
—
εκρωσισμός
—
γοερότητα
—
πρόσπτωσις
—
στρατωνικός
—
αταιριασιά
—
βλαχοχώρι
—
αντιπροσωπευτικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве