|
το ателье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ателье? — ατελιέ как с (ново)греческого переводится слово ατελιέ? — ателье — ζωοποίηση — Κατοχή — βλοσυρός — συσσιτολόγιο — στολαρχώ — ουδαμόθεν — ατήραγος — λεπτουργής — ανάπαψη — συμβουλευτικός — ρουπάκι — πηγαδάκι — ροή — ανάκαρα — κοίτη — υδρόθειο — εύρος — πανοικτίρμων — υπαινίσσομαι — μαρμαρουργείο — θαλασσόβιος |
|||