|
το ксилометр (прибор) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ксилометр? — ξυλόμετρο как с (ново)греческого переводится слово ξυλόμετρο? — ксилометр — άϊντε — ανεπίγνωστα — όσος — άγρα — γονυκλινής — δεμάτισμα — φουλμινάτο — μαλακτικότητα — βυζάκι — απρακτώ — πορτοφολάς — καρπούζι — φουρνιά — τοιχόχαρτο — ξενοτροπία — αποσκλήρυνση — απεσταλμένος — ανελεήμων — κριάς — φαινασετίνη — λύτης |
|||