|
η цепь; цепочка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цепь? — άλυσσο как на (ново)греческом будет слово цепочка? — άλυσσο как с (ново)греческого переводится слово άλυσσο? — цепь, цепочка — συλλογή — ρασισμός — ναίσκε — χαίρομαι — χαρτονένιος — χρωματοποιείο — στροφαλοφόρος — κουρνάζος — σφουγγαράς — καθήκης — μεταρρυθμίζω — πολυμαθής — δεκαεξαετία — ακετόνη — ακυρώνω — αρχαιόφιλος — αργολόημα — καθίκι — προμήκης — θεοσοφία — σταλαξιά |
|||