|
το тех. найма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово найма? — νταβίδι как с (ново)греческого переводится слово νταβίδι? — найма — μετάλλιο — φυτεύσιμος — τσοντοσινεμάς — διαγωνίζομαι — υαλοβάμβαξ — θαμά — ελαιώδης — ελαιοπαραγωγικός — εξήρα — κακοπουλω — επανεύρεσις — μονομέρεια — τεμενάς — ασβέστης — ερπυστριοφόρος — ακέραστος — πραΰνω — μυστηριώδης — πρανής — συννεφιά — αλατολόγος |
|||