|
(-έως) ο стремя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стремя? — αναβολεύς как с (ново)греческого переводится слово αναβολεύς? — стремя — μή με λησμονεί — βαθμιαίος — τετράδιο — ανοίγω — τσελίκι — ιεράρχης — ξανθός — διάθεση — μυελίτιδα — αεροστατική — γλυκοτραγουδώ — συγκεντρωτικός — σελήνιο — τσιγκούνικος — αποτελειωμένος — φτωχούλης — συνορίζομαι — πόνεμα — μουχλιασμένος — υποπρακτορείο — γεραίρω |
|||