|
аккомпанировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аккомпанировать? — κομπανιάρω как с (ново)греческого переводится слово κομπανιάρω? — аккомпанировать — συγχώριο — μυρρωνικός — εξαλμύρισμα — απομακρυσμένος — πόλισμα — αυλών — σφαλνάω — λαξευτός — δολιχοκεφαλία — υπεκμισθώνω — απαντητής — λαδύς — ανηφοριά — υδροδότηση — νευραλγία — γιασάκι — ενεργώ — αλλοτριοφάγος — κραμπολάχανο — αντικέρ — χεροκρατώ |
|||