|
реквизированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реквизированный? — επιτεταγμένος как с (ново)греческого переводится слово επιτεταγμένος? — реквизированный — ενδεκάς — φρουτοθεραπεία — τεινεσμός — τσίτ — αρχιεπιστάτης — τσαμπουνιέρης — σκάτωμα — εκχιονιστήρας — φυλλόρόϊσμα — λαιμουδιά — κόραξ — ευλογιάρης — αρχοντικο — διαδρομώ — οζοντίζω — μηλόταρτα — μερώνω — γοδέρω — μπεκιαρλίκι — μαχαιρένιος — επιστόμωσις |
|||