|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ρεντιγκότα? — — κάψη — φαινομενικός — πρωτοτυπικός — αλληλοφαγώνομαι — απλησίοστον — αποκουμπώνω — ασημοκερατάς — βιογράφος — εφιστώ — εκτετμημένος — πλινθοκεραμοποείο — αυτοδιοίκηση — αποστέργω — ατιμάζω — οπωρολαχανικά — αβούητος — φυλακίς — απάχισσα — πολεοδομία — μόνιππον — γεροντόπιασμα |
|||