|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερασπίσιμος? — — άγαρμπος — τσαγκαρόσουβλο — φρενίτιδα — βούλιαγμα — άλλοτε — γρατζουνίζω — συναδελφότητα — αλαμπάδιαστος — βούτυρο — πρατήριο — αγριοστάφυλο — δροσό — αβάνισσα — θυροφύλακας — απειρομεγέθως — απολυταρχισμός — κάθεξις — αρχιεπισκοπή — παινεύομαι — σέρβικος — φοβερίζω |
|||