|
1) идти (на сцене); παίζεται τό έργο... — [phrase]идёт пьеса (фильм)...[/phrase]; 2) разыгрываться (о лотерее и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово идти? — παίζομαι как на (ново)греческом будет слово разыгрываться? — παίζομαι как с (ново)греческого переводится слово παίζομαι? — идти, разыгрываться — στοιχειοχυτήριο — ανυπομόνητος — αφιλονίκητος — αλληλοτυπία — περιέρχομαι — αραβοσίτινος — φανταχτερός — εκπωμάτιση — απεικαστικός — σύναπαντάω — πήλινος — τουαλέττα — στροβιλιστικός — αστραπιαίος — παρακουράζομαι — αθωράκωτος — αφορτος — κορυδαλλός — βραδυκίνητος — πρωτάρα — μετάξι |
|||