|
η масляная краска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово масляная краска? — ελαιοχρωμία как с (ново)греческого переводится слово ελαιοχρωμία? — масляная краска — λιοκούκουτσο — προϊσταμαι — επικρατέστερος — παραθέτω — παραπιστεύω — δίπραχτος — ιερουργώ — απόγνωση — επίχυση — εδαφίζω — σκλήρωση — αμπελόκηπος — νεκροπούλι — μυγιάγγιχτος — γεροφλεμής — σμηναρχία — διαβαίνω — απεργός — καταβαράθρωση — βαρδάρης — εξηντατρίχης |
|||