|
молочный (о брате); ~ αδελφός — а) молочный брат; б) одного поля ягода #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочный? — ομογάλακτος как с (ново)греческого переводится слово ομογάλακτος? — молочный — εσύ — ορθοφροσύνη — στρατηγείο — ανακρεμώ — γιδοπρόβατα — ασκαλαβώτης — εξάμβλυνση — λινομέταξος — απιθώστρα — Ινδονήσιος — τυρόπηγμα — διαμέτρημα — μεγαλοφροσύνη — εκπλέκω — τρυγόνα — προσθαλασσώνομαι — μαζαλίζω — πηχτή — αλεκτρυονικός — σηκωμός — Μαυροκέφαλος |
|||