Новогреческий словарь
ανασκουμποχέρης
ανασκουμποχέρης
ο 1)
работяга
;
2)
мастер
(своего дела)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
работяга
? —
ανασκουμποχέρης
как на
(ново)греческом
будет слово
мастер
? —
ανασκουμποχέρης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανασκουμποχέρης
? — работяга, мастер
#
(ново)греческий словарь
—
λεπτόθριξ
—
ιδεοληψία
—
ζεύομαι
—
εγγόμφωση
—
μακρομικρόμετρον
—
ανασκουμπώνομαι
—
χελωνός
—
επανάκληση
—
εξηκονταετία
—
ιδεάζω
—
αποθέωση
—
αγγαρεία
—
εκφράττω
—
Η
—
νυχτομπάτης
—
Ελβετός
—
απρογμοσύνη
—
αποκηρυγμένος
—
μετάνοιωμα
—
αρριβίστρια
—
αποδεδειγμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве