|
1) бык; 2) (Т.) астр. Телец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бык? — ταυρί как на (ново)греческом будет слово Телец? — ταυρί как с (ново)греческого переводится слово ταυρί? — бык, Телец — αψιμυθίωτος — οπλοχρησία — πασχαλιάτικα — πολυσχιδώς — εμπέδωση — λινογραφία — ποθώ — κανονιοφόρος — ένσφαιρος — ανιστόρητο — συγκοινωνών — έντρομος — ευαισθητοποιούμαι — ψόφος — θησαυροφύλακας — γούργουλας — ανατεταμένος — διάρκεια — ξώστεγο — γλωσσεύω — πλατωνικός |
|||