|
το лев (денежная единица Болгарии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лев? — λέβιο как с (ново)греческого переводится слово λέβιο? — лев — κακοπαθιασμένος — γρασίδι — εθελοδουλία — ευζωνικός — τσακμακίζω — ατύλιγος — ψιλοχωμάτισμα — σκούρα — ματαιότης — βρετός — λαχανοπωλίτρια — ρημαδιό — συναρμολογώ — καμουφλάρω — κοριτσόπουλο — χρονίζω — τσιπούρα — κάσκα — υποσημειούμαι — ασβεστοκονίαμα — ασυζητητί |
|||