|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορνόγερος? — — πυτιογόνος — διάπλευση — μαλακολόι — αγιασμένος — ναυπηγική — αραβοσίτινος — διστοιχία — αχυβάδα — χρωστούμενος — συρίγγωση — ξελειτουργώ — γλυκομύριστος — ψοφώδης — ζηλιάρης — στυπτηρία — ποντικοπαγίδα — γυροβολω — επείγω — αρχοντόπουλος — αγανοϋφαίνω — διάλαμψη |
|||