|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορκοπάτης? — — Π — γαλατώνω — καλαμίζω — απατίτης — πολιτεία — κόπανος — ιδιοτελής — βύθισμα — τσιγκλώ — επαινετήριος — χυμώδης — γελοιότητα — φιλαναγνώστρια — ζωνίτσα — εύτεκνος — ανερμήνευτος — λευκοκύτταρο — μαντρί — ξοπλίζω — νεροκολόκυθο — σαββατόβραδο |
|||