|
хлористоводородный; ~ό οξύ — соляная кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлористоводородный? — υδροχλωρικός как с (ново)греческого переводится слово υδροχλωρικός? — хлористоводородный — ανεπάντεχος — κανονικά — εντομοφάγος — τορπιλλίζω — νιτρογλυκερίνη — καρμπονάρα — τηλεφωνητής — μπουζί — ενδιάθετος — εξαρτισμός — σταθερος — ραπίζω — κεραμώνας — αρχαιρεσίες — καβαλλικεύομαι — νευροπαθολογικός — χαιρετώ — φουτουρίστρια — βραχυπρόθεσμος — υδατόσημο — πετρένιος |
|||