|
το вода со щёлоком (для стирки) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вода со щёлоком? — θολόσταχτο как с (ново)греческого переводится слово θολόσταχτο? — вода со щёлоком — διάσιμο — διώκτης — παλαιοκλιματολογία — κολλητός — τεϊοθήκη — εκτροχιάζομαι — θετικίστρια — αλευρόνερο — πριονόμυλος — διαδραστικός — μάτς — ράθυμα — ταφή — ασαράντιγος — μαντρεύω — λυμεών — αρνησίπατριδα — ρεβένι — μαλάκυνση — απολογητής — επέτειος |
|||