Новогреческий словарь
σάκχαροτό
σάκχαροτό
1)
сахар
;
2) мед.
сахарный диабет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сахар
? —
σάκχαροτό
как на
(ново)греческом
будет слово
сахарный диабет
? —
σάκχαροτό
как с
(ново)греческого
переводится слово
σάκχαροτό
? — сахар, сахарный диабет
#
(ново)греческий словарь
—
ιδρυματοποιώ
—
απανωβάλτης
—
καταμούτσουνα
—
λικνίζω
—
επιμελώς
—
παρατεντώνω
—
σκιερός
—
στρογγυλεύω
—
ντρίτος
—
λιθογραφία
—
Μαλτέζος
—
μοσκομπιζέλι
—
ξίκικα
—
ανευχαρίστητος
—
τρελοκατάσταση
—
αναπωμαστήρας
—
αμπελοκόμος
—
εμπορομπακάλης
—
ξεπιάνω
—
φλόγισμα
—
πτωχαλαζονεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,