|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καυσόξυλο? — — φιλότεχνος — γλωσσοκοπάω — εκσπερμάτιση — μαλάκας — γρατζούνισμα — πέρδομαι — κουραδούμπα — καρεκλοπόδαρο — μικρόνοια — δαιμονιακός — μοναχιάζομαι — φασκελιά — βαρκός — βιβλιοκάπηλος — κενότητα — πειθάρχηση — εδάρην — μονόδραμα — μνηστευτικός — μουσική — ετοιμοπαράδοτος |
|||