|
подлежащий конфискации #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подлежащий конфискации? — δημεύσιμος как с (ново)греческого переводится слово δημεύσιμος? — подлежащий конфискации — ζωδιακός — κορμιάζω — ξέρω — πρωτεργάτις — αδηλοποίητος — ψάμμος — αντηλιά — στεατοπυγικός — ιαχή — κοψομέσιασμα — πρόγνωση — μύρρα — κλάδευση — πλασταριά — ασύχναστα — δελφινοκόριτσο — αξυλοκόπητος — ισοσύλλαβος — κυτταρογενετιστής — βουρλός — δυναστικός |
|||