|
(-υρος) церк. великомученик, великомученица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово великомученик? — μεγαλομάρτυρας как на (ново)греческом будет слово великомученица? — μεγαλομάρτυρας как с (ново)греческого переводится слово μεγαλομάρτυρας? — великомученик, великомученица — διάνυσμα — φλουροκαπνισμένος — αργώ — κολλητερό — τεύχος — καταδολίευση — βαλβιδοπλαστική — διαβιβαστής — περιαιρετός — δούκας — επίπαση — ανεπένδυτος — φλογισμός — συνεκτικά — λάμπω — κρομμυδόζουμο — βουτυροπωλείο — μαγεμένος — αυτάρκεια — σουηδέζικος — χουλιαριά |
|||