Новогреческий словарь




μεγαλομάρτυρας

μεγαλομάρτυρας
(-υρος) церк. великомученик, великомученица


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово великомученик? — μεγαλομάρτυρας
как на (ново)греческом будет слово великомученица? — μεγαλομάρτυρας
как с (ново)греческого переводится слово μεγαλομάρτυρας? — великомученик, великомученица


#(ново)греческий словарьσύνοροτυπολιθογραφίαμπαρκάρωταχυδρομώσηματοδότηςκομμίωσηβασιλοφάγοςδιαμήκηςτρίτροχοςκαθαριστήςωκύπτεροςσκαντζάρωλιπασμόςαποδομώχονδρεμπόριοδούλευσηκαταναλωμένοςπερισπώγήϊνοςταμπλάςπυριόβολο


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω