|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κότερο? — — σύρριζα — καταστολή — φουσκίζω — βότκα — βεγγαλικός — μεταγωγός — χερόμυλος — αύλειος — ένσημος — γαϊδουρόμουτρο — απολουσίδι — φρούριο — αναπαλαιώνω — ευδιαλυτότης — μπίζ — μαρκάρισμα — θετικός — άγημα — αποσταθεροποιώ — συνδυάζομαι — μπακίρα |
|||