|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνδρομητικός? — — θυροτηλέφωνο — συμβολαιογραφία — μεσομύιος — εταίρος — γλυκάδα — προστασία — κατάπτυστος — διατέμνω — αναλωτός — άχαρος — φιλοδωρώ — ποντικοκτόνος — μεγαλόσωμος — επίσημος — ξεμαλλιάζομαι — αμάγευτος — υπερφόρτιση — ερημητήριο — ψευδά — πατέρα — φανταστικός |
|||