|
лакомиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лакомиться? — λιξεύω как с (ново)греческого переводится слово λιξεύω? — лакомиться — θηρευτική — εντεροπάθεια — δενδράκι — αδήριτα — καταδνώκω — γαϊδουρόψαρο — κάθημαι — αναμέλπω — ζωέμπορας — αυτοσυντήρηση — παρουσιάσιμος — αντιποιητικός — λάσπωμα — καταστολή — αξιόμεμπτος — ανάχτιδος — χαλκογράφημα — βαλιτσάκι — φημίζομαι — σελιδοποιούμαι — σεμνοτυφία |
|||