|
ο гвоздика (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гвоздика? — διόσανθος как с (ново)греческого переводится слово διόσανθος? — гвоздика — λογοκλοπώ — αριθμογράφος — πηγαδίσιος — λαδόπανο — γραμμοσχεδίασμο — επαναστρέφω — πτερύγιο — αυτονυκτί — παρέκταση — κωλύω — ευρεσίτεχνο — παραπαίδι — ενεστώς — αισθητός — αεραποθήκη — καβαλικεύω — κοριάζω — κατατρώγω — διαμονητήριο — φυσομανητό — καρδιαλγής |
|||