|
αόρ. от συλλαμβάνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνέλαβα? — — υδροφορείο — επιταγή — καταπίστομα — χαρτοθέτης — μουζίκος — σιωπαίνω — κουσκουσουρίσσα — μουνοπαγίδα — φτωχογειτονιά — ακολόβωτος — ασχημούλα — ωροδείκτης — μαντατοφόρα — γεώλοφος — υπομοχλεύω — αποκαίγω — μάζεμα — συνταρακτικά — επισανιδώνω — εκτρέπομαι — αυθεντία |
|||