|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουκολικά? — — ρικνούμαι — μορφασμός — κάτωθι — κουκουβιάζω — σειριακός — γαριάζω — κατακλυσμός — αφελκυσμός — μύρτιλο — γκιοσέμι — ρινόκερος — αμαξουργείο — κιτσαριό — πρωτογέννητος — αστακόσουπα — επιγόντως — κουράγιο — υφαντουργία — βυθόμετρο — απόγειος — διαπότιση |
|||