Новогреческий словарь
πρατηριούχος
πρατηριούχος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρατηριούχος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξακοσιαπλάσιος
—
θυμικό
—
φλογοβόλο
—
καλαντζίδικο
—
ραγιαδισμός
—
επαργυρωμένος
—
αποθησαυρισμός
—
λέπτυνση
—
ορολόγιο
—
χρυσόχρους
—
κνήμη
—
ζουριάρης
—
εδεδώ
—
ακτινογραφία
—
ανεμοστάτης
—
επτάγωνο
—
τρίγλυφο
—
ίσον
—
λευκόχαλκος
—
τσεμπέλι
—
απροσαγόρευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве