πρατηριούχος

формы словаβ
πρατηριούχος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πρατηριούχος? —


εύρετραεξαθλιωμένοςζαβλακομάρατιμολόγιοαφρικανόςρωπογραφίαχειροπεδώλεξικόεργαλειοστάσιοχασκαρίζωλησμονιέμαιδαιμονικόςομογάλακτοςαυτοέπαινοςφροντίζωποντικοουράπερίφραξηεδάρηνδεινοπάθησηγνωριζούμενοςδισεκατομμυριούχος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit