|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρατηριούχος? — — εύρετρα — εξαθλιωμένος — ζαβλακομάρα — τιμολόγιο — αφρικανός — ρωπογραφία — χειροπεδώ — λεξικό — εργαλειοστάσιο — χασκαρίζω — λησμονιέμαι — δαιμονικός — ομογάλακτος — αυτοέπαινος — φροντίζω — ποντικοουρά — περίφραξη — εδάρην — δεινοπάθηση — γνωριζούμενος — δισεκατομμυριούχος |
|||