|
ο карабинер, жандарм (в Италии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карабинер? — καραβινιέρος как на (ново)греческом будет слово жандарм? — καραβινιέρος как с (ново)греческого переводится слово καραβινιέρος? — карабинер, жандарм — χωριάτισσα — κουτσογραμματισμένος — ντρόπιασμα — αφωνητί — αδιάφθορο — αποδεικνυόμενος — ομήγυρη — αποβάφω — αγνωστικισμός — τορεύω — κιλό — Φίλιππος — ελαύνω — κατεργάρισσα — όσφρηση — απριλιάτικος — ψυχικάρα — εξεικονισμός — διαβάτης — παυσίπονος — κουρμαδιά |
|||