|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεμφαγγειίτιδα? — — άθρυπτος — φαρμακόγλωσσος — εντάσσω — αγαθά — αντίον — δεδομένος — επήρα — λαοπλάνος — θεοσέβεια — φιλικός — άβουλος — πετηνός — επαινετός — γιούλι — Θεσσαλός — καταδρομέας — άρα — χεροβολιάζω — κλέος — τροπαιοφόρος — ρυπαντής |
|||