λεμφαγγειίτιδα

формы словаβ
λεμφαγγειίτιδα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λεμφαγγειίτιδα? —


άθρυπτοςφαρμακόγλωσσοςεντάσσωαγαθάαντίονδεδομένοςεπήραλαοπλάνοςθεοσέβειαφιλικόςάβουλοςπετηνόςεπαινετόςγιούλιΘεσσαλόςκαταδρομέαςάραχεροβολιάζωκλέοςτροπαιοφόροςρυπαντής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit