|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ετεροπαθητική? — — αμετάγγιστος — ατσικνίδα — πουδραρίζω — μαρτυριάρικο — βρεγματικό — ανατεθείς — κάβα — επίκαυστος — κεντάω — ανθρακοποιός — χουσμέτι — σημασία — αγριόμουτρο — αρμολόγηση — ακωμώδητος — αρχειοθέτης — πλήρωμα — διάφυση — βροντηγμός — τσιτσυρίζω — ακέρδητος |
|||