|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ἧττα? — — κάρφος — μετρολογία — τσαγκάρης — παλαιοντολογία — αγρίωμα — υπνωτήριο — αρχιχρονιά — μπατηρίζω — φοβίζω — αλογότριχα — υαλογραφώ — προμακέτα — τεμπέλικος — μαγνητίζω — συνεκτικός — ετυμολογικός — ενβεκάγωνον — αφεντιά — κώνωψ — όρος — ασκητεία |
|||