|
1. полуавтоматический; ~α όπλα — полуавтоматическое оружие; 2. (о) полуавтомат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полуавтоматический? — ημιαυτοματικός как на (ново)греческом будет слово полуавтомат? — ημιαυτοματικός как с (ново)греческого переводится слово ημιαυτοματικός? — полуавтоматический, полуавтомат — ξεροβήχω — δοντάκι — μεταλλόκραμα — εννιάμηνα — σταθεροθερμία — δινέρι — ευκάλυπτος — διαβολεμένος — επισπώμαι — μακροδάκτυλος — ευμεταχείριστος — στραβικός — εξαποδός — ασυστόλως — ακρωνυχία — ολάκερος — διαπερώ — γαργαλώ — ξανθογένης — σχετλιασμός — αλληλεγγυότητα |
|||