|
переполненный; битком набитый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переполненный? — υπερπλήρης как на (ново)греческом будет слово битком набитый? — υπερπλήρης как с (ново)греческого переводится слово υπερπλήρης? — переполненный, битком набитый — καμινευτικός — μεσοπνευμόνιο — φαγκοτο — μικροβιομετρία — τσαμπουνάω — ύβωμα — αυτοθέλητος — κλεπταποδοχή — δρεπανοκυτταρικός — όμοιος — τρίμερος — άλακκος — εκχωματίζω — υβριστικός — αγέλη — διαβολικότητα — αντικρύ — πετρελαιόπισσα — αντληση — καφεϊκός — φλέψ |
|||