|
мудрствующий, умничающий (о глупце) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мудрствующий? — μωρόσοφος как на (ново)греческом будет слово умничающий? — μωρόσοφος как с (ново)греческого переводится слово μωρόσοφος? — мудрствующий, умничающий — μηλοροδάκινο — ασύγκρουστος — ξελογιάζω — αλαργεμένα — αυγοειδής — πολύφυλλος — κάματος — έμφυλλος — βρομόπαιδο — κατάρτισμός — καλοφκιαγμένος — πώρος — πιωμένος — υπερκερωτικός — αιθυλένιο — συνδρομητικός — τελαλώ — έλαιον — ατζαμωσύνη — διδάσκω — ερπυστριοφόρος |
|||