|
το половина; κατά τό ~ — наполовину; στό ~ τής τιμής — за полцены; στό ~ τού δρόμου — на полпути; === τό τροφερόν ~ — супруга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово половина? — ήμισυ как с (ново)греческого переводится слово ήμισυ? — половина — οπλουργία — ζύμωση — μεσοχώρα — αντιφλογιά — ανακρεμάζω — στενογράφημα — διενεργών — σκόρ — θεώρατος — σιτοβολώνας — ξυλοχέρης — σπιθόβολος — μυλοδεξαμενή — ψηφοθέτηση — καθήλωση — διαβολάκι — ελβετικός — μηδέ — ιταλικός — μουαρέ — κρεββατώνομαι |
|||