Новогреческий словарь
ήμισυ
ήμισυ
το
половина
;
κατά τό ~ — наполовину
;
στό ~ τής τιμής — за полцены
;
στό ~ τού δρόμου — на полпути
;
===
τό τροφερόν ~ — супруга
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
половина
? —
ήμισυ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ήμισυ
? — половина
#
(ново)греческий словарь
—
μπαμπέσικα
—
ανακάτευτος
—
παπαδιά
—
ραδιοτηλεφωνία
—
υποκρίτρια
—
προσανατολιστικός
—
απογεμίζω
—
ξενέρωτος
—
άπαξ
—
δαχτυλογραφώ
—
δίαρμα
—
χερόβολο
—
πριμιτιβιστής
—
υπομοίραρχος
—
αρπαχτικός
—
καταχανάς
—
σελιδοποιημένος
—
παρασκευαστικός
—
μυροβόλος
—
παρέσχον
—
ακαύλωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве