Новогреческий словарь
αιγυπτιολογικός
αιγυπτιολογικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιγυπτιολογικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δοξόσοφος
—
στρείδι
—
πόνσεπτος
—
χαλκοπώλης
—
χρεοκοπώ
—
λιπασμός
—
αδιάντροπος
—
διαφωνία
—
εκπατρισμός
—
απορηματικός
—
εντόκως
—
ασεβής
—
γελοιογραφία
—
ρεφορμιστικός
—
κύκνειος
—
απόθεση
—
σχετικός
—
μπαλταδιά
—
ελεγείο
—
ομοιότυπος
—
βοστρύχισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω