|
1. фагоцитный; 2. : τά ~α — фагоциты #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фагоцитный? — μικροβιοφάγος как с (ново)греческого переводится слово μικροβιοφάγος? — фагоцитный — κουνω — Εβραίος — φετιχολάτρης — ιστιορραφίδα — υδατοειδής — κεφαλόδεμα — μάρκαλος — ξενομανής — τζοβαϊρικά — συγκόλληση — ανάφαγος — γλυκός — κρυαίνω — ακροσφαλής — ποτίζομαι — σκατολαγνεία — Ολυμπιάδα — κακόπαιδο — ευδαίμων — συνεκφέρω — αζύγιαστα |
|||