Новогреческий словарь
μικροβιοφάγος
μικροβιοφάγ|ος
1.
фагоцитный
;
2. :
τά ~α — фагоциты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фагоцитный
? —
μικροβιοφάγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικροβιοφάγος
? — фагоцитный
#
(ново)греческий словарь
—
λογιωτατισμός
—
πελατεία
—
σαββατόβραδο
—
ερευνητής
—
τρελός
—
ψιθυρισμός
—
επαπειλούμαι
—
διαστρεβλώτρια
—
δόμνα
—
αλιζαρίνη
—
τηλεφωνητής
—
πολώνω
—
ανθυψίφωνος
—
μύγδαλο
—
υποτροπίαση
—
απαγωγή
—
γλεντζού
—
γελοίο
—
δαφνόφυλλο
—
ανημπόρευτος
—
σεκλέτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве