|
водный; ~ή οικονομία — водное хозяйство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водный? — υδατικός как с (ново)греческого переводится слово υδατικός? — водный — ωλένιος — πίστρα — Αλβανία — βαριούχος — εγγονός — γουρλωμένος — ανανάς — προϋπαντώ — αναδίπλωσις — απροικη — γλυκοτραγουδισμένος — αγριοχόρταρο — σπαθίζω — έκδοση — αποδιώχνω — επιπήγνομαι — ράπισμα — ανεύθυνα — καμιναράς — αποστρατεία — νάμα |
|||